Γιατί αποτυγχάνουν οι κρατικές πολιτικές έναντι της Μειονότητας; Το παράδειγμα του νόμου των ιεροδιδασκάλων

Αρχές Οκτωβρίου υπέγραψαν συμβάσεις εργασίας οι ιεροδιδάσκαλοι που θα αναλάβουν τη διδασκαλία του Κορανίου στους μαθητές της Μειονότητας που φοιτούν στα δημόσια σχολεία της Θράκης. Τέλη του μήνα συνεδρίασαν οι επιτροπές τοποθέτησης στην Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Τις ίδιες περίπου ημέρες στην ιστοσελίδα slpress.gr δημοσιεύτηκε άρθρο του Κώστα Καραΐσκου, μαθηματικού και επικεφαλή της δημοτικής παράταξης Σπάρτακος στον Δήμο Κομοτηνής, με τίτλο «Γιατί η Ελλάδα χάνει τον πόλεμο για τους ιμάμηδες στη Θράκη». Από εκεί αλιεύσαμε την πληροφορία για τους ακριβείς αριθμούς προσλήψεων των ιεροδιδασκάλων από το 2018 έως σήμερα.
Το αρχικό πλάνο, όταν θεσμοθετήθηκε ο νόμος για τους ιμάμηδες για πρώτη φορά, ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξο και έκανε λόγο για 240 θέσεις ιεροδιδασκάλων ως ανώτατο όριο. Στην πράξη προκηρύσσονταν 120 θέσεις και από αυτές, το 2018 καλύφθηκαν οι 66, το 2019 οι 49, το 2020 και το 2021 οι 42.
Ο νόμος των 240 ιμάμηδων, που έτυχε από την πρώτη στιγμή δριμείας κριτικής από την πλευρά της Μειονότητας, κατέληξε να είναι νόμος των 42 ιμάμηδων με πτωτική πορεία που σημαίνει ότι κάθε χρόνο ολοένα και λιγότεροι εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για τις θέσεις αυτές.
Έλειψαν άραγε οι ιμάμηδες από τη Θράκη; Οι νέες γενιές έπαψαν να επιλέγουν αυτόν τον προσανατολισμό, τη φοίτηση δηλαδή σε θρησκευτικά σχολεία και αργότερα, σε θεολογικές σχολές; Κάθε άλλο, η Μειονότητα παραμένει παραδοσιακή σε ένα μεγάλο μέρος της ταυτότητάς της και οι νέοι εξακολουθούν να επιλέγουν σπουδές στο αντικείμενο της θεολογίας.
Για την ακρίβεια, η θρησκεία παραμένει μία βασική συνιστώσα ή ένας πυλώνας για να χρησιμοποιήσουμε και τη θρησκευτική ορολογία του Ισλάμ, της μειονοτικής ταυτότητας και ως τέτοιος κάθε άλλο παρά απαξιώνεται από τα μέλη της.
Αυτό που απαξιώνεται ωστόσο και που όπως όλα δείχνουν χάνει έδαφος με το πέρασμα του χρόνου είναι οι εθνικές πολιτικές που στοχεύουν στο να αποδυναμώσουν τον ισχυρό δεσμό της κοινότητας με τη θρησκεία με το να πλήξουν τον ανεξάρτητο και αυτόνομο χαρακτήρα σημαντικών μειονοτικών θεσμών. Η πολιτεία σε κάθε νέα πολιτική πρωτοβουλία και νομικό εγχείρημα αφήνει την αίσθηση ότι αποσκοπεί στο να αυξήσει τον έλεγχο, να ενισχύσει την ανάμειξή της στα ενδο-μειονοτικά.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη άλλωστε και με την ανάδειξη των Διαχειριστικών Επιτροπών Βακουφικής Περιουσίας όπου σε εκείνη την περίπτωση ψηφίστηκε ένας νόμος που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αλλά και στην περίπτωση ακόμα των ιεροδιδασκάλων, κάθε βήμα της πολιτείας βάζει πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή που η ίδια προκάλεσε. Η διδασκαλία του Κορανίου στην ελληνική γλώσσα που αποτελεί μετέπειτα προσθήκη και εξέλιξη στον αρχικό νόμο, ενίσχυσε τη δυσπιστία της κοινότητας για τις αγνές πολιτικές προθέσεις.
Η πολιτεία είχε κάθε λόγο να ατενίζει με περισσότερη αισιοδοξία των νόμο των ιμάμηδων γιατί υπήρξε ανταπόκριση. Υπήρξε σκληρή κριτική από την πλευρά της κοινότητας, από την άλλη ωστόσο υπήρξε συμμετοχή. Μία συμμετοχή που φθίνει με το πέρασμα των χρόνων και αν συνεχίσει με τους ίδιους ρυθμούς ίσως κάποια στιγμή παραμείνει ένας ακόμα ανεφάρμοστος νόμος στο συρτάρι κάποιου Υπουργείου.
Όσο μάλιστα πυκνώνουν τα σενάρια που αγγίζουν το θέμα ανάδειξης του Μουφτή μέσω εκλεκτορικού σώματος, η Μειονότητα φοβούμενη την παρέμβαση της πολιτείας σε αυτό το τόσο ευαίσθητο ζήτημα, αντιδράει με τα μέσα που διαθέτει. Για παράδειγμα, το σώμα των 120 ιμάμηδων θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει ένα εν δυνάμει εκλεκτορικό σώμα σε περίπτωση ανάδειξης Μουφτή μέσω εκλογών. Με τα νέα δεδομένα, όπως εξελίχθηκαν οι καταστάσεις, θα αποτελούσε ένα ιδιαίτερα αποδυναμωμένο σώμα κι αυτό με χίλια δυο προβλήματα στο εσωτερικό του που δεν θα τύγχανε ευρείας αποδοχής από την κοινότητα.
Ποιες πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες της πολιτείας είναι καταδικασμένες να αποτύχουν;
Πρώτα είναι όσες πρωτοβουλίες δεν είναι προϊόν διαλόγου και συναίνεσης με την Μειονότητα. Αυτή θα έπρεπε να είναι μία βασική αρχή, η αρχή του διαλόγου και της συζήτησης που θα διέτρεχε το σύνολο των μειονοτικών πολιτικών. Αντ’ αυτού, οι μειονοτικοί φορείς σε κάθε νέα παρέμβαση καταγγέλλουν δημόσια ότι σχεδιάστηκε, υλοποιήθηκε χωρίς να ζητηθεί καν η σύμφωνη γνώμη.
Δεύτερον, η πολιτεία δεν επιλέγει τη μέθοδο της bottom up πολιτικής. Σχεδιάζει με κριτήρια που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κοινότητας επειδή ουσιαστικά δεν έρχεται σε διαβούλευση μαζί της. Νομοθετεί με έναν αξιακό κώδικα που δεν είναι πάντα κοινά αποδεκτός από τις δύο πλευρές.
Θα ήταν το λιγότερο αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι στις σύγχρονες συγκυρίες, αλλά και σε δημοκρατικά καθεστώτα, η πολιτεία και οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν στόχο να προκαλέσουν δεινά στη Μειονότητα. Ας αναλογιστούμε το πολύ απλό. Καμία Κυβέρνηση δεν θα ήθελε ποτέ να έχει μία Μειονότητα στη Θράκη μονίμως εν βρασμώ. Θα ήταν πηγή εντάσεων και διαρκούς αναταραχής σε μία συνοριακή περιοχή, κάτι που θα είχε ζημία προς κάθε κατεύθυνση.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτεία φαίνεται ότι δεν κατανοεί τις ανάγκες της κοινότητας και σίγουρα, γυρνάει την πλάτη της στον διάλογο και στην από κοινού διαβούλευση. Νομοθετεί, ξανανομοθετεί, καταθέτει τροπολογίες στους νόμους που ψήφισε και από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι της Μειονότητας και οι μειονοτικοί φορείς εμπλέκονται σε έναν αέναο ρόλο δημόσιου κατήγορου καταγγέλλοντας κάθε νέα πρωτοβουλία ως μη αποδεκτή.
Είναι ένα πολιτικό γαϊτανάκι που διαιωνίζεται όσο η πολιτική του κράτους εμπνέεται από ενίσχυση του ελέγχου της κοινότητας αντί για παραχώρηση ελευθεριών και δικαιωμάτων σε ένα πλαίσιο σεβασμού στην ιδιαίτερη ταυτότητα της Μειονότητας και σε διάλογο με τους εκπροσώπους και τους φορείς της.